- ευθυλογία
- εὐθυλογία, ἡ (Α) [ευθυλόγος]η ευθυέπεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθυλογίας — εὐθυλογίᾱς , εὐθυλογία fem acc pl εὐθυλογίᾱς , εὐθυλογία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυλογίαν — εὐθυλογίᾱν , εὐθυλογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱԽՕՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 11c գ. ὁρθολογία, εὑθυλογία recta locutio. Ուղիղ խօսելն. ուղիղ խօսք. *Եւ ոչ յայնցանէ՝ զոր առեալ է բան (կարկատելով), ուղղախօսութիւն գտցես, եւ ոչ բան: Յոքունց նախ քան զհոմերոս ջան եդեալ բազում աշխատութեամբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)